- διασκόρπιση
- η (Α διασκόρπισις, -εως)1. το να διασκορπίζει κανείς κάτι2. σπατάλη, διασπάθιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασκορπίσῃ — διασκορπίσηι , διασκόρπισις scattering abroad fem dat sg (epic) διασκορπίζω scatter abroad aor subj mid 2nd sg διασκορπίζω scatter abroad aor subj act 3rd sg διασκορπίζω scatter abroad fut ind mid 2nd sg διασκορπίζω scatter abroad aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… … Dictionary of Greek
διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
διέκχυση — η (Μ διέκχυσις) [διεκχέω] το χύσιμο έξω από κάτι, το ολοκληρωτικό άδειασμα μσν. 1. (για μυρωδιές) ανάδοση 2. (για πλήθος) διασπορά σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκόρπιση … Dictionary of Greek
διασκορπισμός — ο (Α διασκορπισμός) διασκόρπιση* αρχ. σύγχυση … Dictionary of Greek
διασπάθιση — η [διασπαθίζω] 1. διασκόρπιση 2. κατασπατάληση … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός … Dictionary of Greek
κοπροβόλος — κοπροβόλος, ον (Α) κατάλληλος για μετακίνηση ή για διασκόρπιση κόπρου («πτύον κοπροβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δορυ βόλος] … Dictionary of Greek